ξυλοεργός

ξυλοεργός
ξῠλο-εργός, ,
A = ξυλουργός, Supp.Epigr.4.105 (Rome, i A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυλοεργός — ξυλοεργός, ὁ (Α) βλ. ξυλουργός …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ξυλουργός — ο (Α ξυλουργός και ξυλοεργός) τεχνίτης ειδικός στην κατεργασία τού ξύλου, μαραγκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιθ ουργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”